-
1 περιουσία
περιουσίᾱ, περιουσίαsum: fem nom /voc /acc dualπεριουσίᾱ, περιουσίαsum: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————περιουσίαι, περιουσίαsum: fem nom /voc plπεριουσίᾱͅ, περιουσίαsum: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 περιουσια
ἥ1) избыток, изобилие, достаток(χρημάτων, νεῶν Thuc.)
αἰσχύνης περιουσίᾳ Plat. — из-за чрезмерной робости;π. ἐάν μοι ᾖ τοῦ ὕδατος Dem. — если у меня достаточно воды (в клепсидре), т.е. если хватит мне регламента;π. πονηρίας Dem. — необычайная порочность;ἀπὸ περιουσίας Thuc. — при наличии достаточных средств;ἐκ περιουσίας Xen., Plat. etc. — в изобилии, тж. от изобилия (времени), от нечего делать2) обогащение, прибыль, выгодаεἰς περιουσίαν Dem. — для (собственного) обогащения;
ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Plat. — из всего извлекать прибыль3) преобладание (над противником), превосходство Thuc., Diod. -
3 περιουσία
-
4 περιουσίᾳ
Βλ. λ. περιουσία -
5 περιουσία
[пэриусиа] ουσ. Θ. имущество, состояние,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιουσία
-
6 περιουσία
[пэриусиа] ουσ θ имущество, состояние. -
7 περιουσία
A sum)) that which is over and above, surplus, abundance,ἐρίων Ar.Nu.50
;νεῶν Th.3.13
;χρημάτων Id.1.2
, 2.13 ; οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης π. Pl.Grg. 487e;τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας D.19.55
; ἂν.. μοι π. ᾖ τοῦ ὕδατος, i.e. time enough for speaking, Id.59.20.II abs., net gain, profit,ἀπὸ παντὸς π. ποιεῖσθαι Pl.R. 554a
; οὐ γὰρ εἰς π. ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως so as to bring them advantage, D.3.26; τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα καὶ π. Id.21.159, cf. Plb.4.21.1 ;στρατεία οὐ φέρει περιουσίαν Men.382
: pl., opp. τὰ ἀναγκαῖα, Isoc.11.15: with Preps., ἀπὸ περιουσίας with plenty of other resources, Th.5.103; πρὸς περιουσίαν, opp. πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Plb.4.38.4: most freq. ἐκ π. out of the abundance (of their store), Pl.Tht. 154e, etc.;ἐκ π. χρῆσθαι D.S.20.59
; ἐκ π. ζῆν to live on one's own resources, Ath.4.168a; ἐκ π. κατηγορεῖν τινος at an advantage, D.18.3 ; also ξενοτροφεῖν ἐκ τῆς π. J.BJ1.2.5 ; τὰ ἐκ π. superfluities, opp. τὰ ἀναγκαῖα, Arist.Top. 118a6.2 superiority of numbers or force, Th.5.71 ; τοσαύτην ἔχειν π., ὥστε .. D.S.4.12;π. τῆς δυνάμεως Iamb.Myst.5.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιουσία
-
8 περιουσία
περι-ουσία, ἡ, das, was übrig ist, bleibt, Überfluß; bes. Reichtum, Wohlstand; ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος, sich bereichernd; ἐκ περιουσίας ἀλλήλων ἀποπειρώμενοι, zum Überfluß, ohne Not, zum Zeitvertreib -
9 περιουσία
имотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > περιουσία
-
10 περιουσία
varlık, servet, mal varlığı -
11 περιουσία
1) avoir2) bien3) fortune4) propriété -
12 περιουσία
1) dorobek (m) rzecz.2) majątek (m) rzecz.3) mienie (n) rzecz.4) nieruchomość (f) rzecz.5) posesja (f) rzecz.6) posiadłość (f) rzecz.7) własność (f) rzecz.8) właściwość (f) rzecz. -
13 περιουσία
1) jmění2) majetek3) statek4) usedlost5) vlastnictví6) vlastnost -
14 περιουσία
1) estate2) possessions3) propertyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > περιουσία
-
15 ακίνητη περιουσία
ηImmobilienbesitz m -
16 αρχική περιουσία
ηAnfangsvermögen n -
17 ακίνητη περιουσία
недвижни от имотГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ακίνητη περιουσία
-
18 περιουσίας
περιουσίᾱς, περιουσίαsum: fem acc plπεριουσίᾱς, περιουσίαsum: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 περιουσίαι
περιουσίαsum: fem nom /voc plπεριουσίᾱͅ, περιουσίαsum: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 περιουσιάσας
περιουσιά̱σᾱς, περιουσιάζωhave more than enough: fut part act fem acc pl (doric)περιουσιά̱σᾱς, περιουσιάζωhave more than enough: fut part act fem gen sg (doric)περιουσιάσᾱς, περιουσιάζωhave more than enough: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
περιουσία — περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc/acc dual περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
περιουσίᾳ — περιουσίαι , περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσία — η το σύνολο των υλικών αγαθών ενός ατόμου, τα υπάρχοντα, το βιος, τα πλούτη: Έφαγε ολόκληρη περιουσία στα χαρτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιουσίας — περιουσίᾱς , περιουσία sum fem acc pl περιουσίᾱς , περιουσία sum fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίαι — περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας … Dictionary of Greek
περιουσιάσας — περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem acc pl (doric) περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem gen sg (doric) περιουσιάσᾱς , περιουσιάζω have more than enough aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίαν — περιουσίᾱν , περιουσία sum fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιάσαι — περιουσιά̱σᾱͅ , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem dat sg (doric) περιουσιάζω have more than enough aor inf act περιουσιάσαῑ , περιουσιάζω have more than enough aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιῶν — περιουσία sum fem gen pl περιουσιάζω have more than enough fut part act masc voc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act neut nom/voc/acc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)